φωτοχημικός

φωτοχημικός
η , ό[ν] фотохимический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φωτοχημικός" в других словарях:

  • φωτοχημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοχημεία 2. φρ. «φωτοχημική αντίδραση» χημ. κάθε τύπος χημικής διεργασίας που διεγείρεται με την απορρόφηση υπέρυθρης, ορατής ή υπεριώδους φωτεινής ακτινοβολίας. επίρρ... φωτοχημικώς και φωτοχημικά… …   Dictionary of Greek

  • φωτοχημικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοχημεία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»